Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Carman
01
μηχανοδηγός, οδηγός τρένου
a person who drives and operates a railway train
Παραδείγματα
The carman carefully inspected the freight cars before departing to ensure everything was secure.
Ο μηχανοδηγός επιθεώρησε προσεκτικά τα βαγόνια φορτίου πριν αναχωρήσει για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν ασφαλή.
As a carman, his job involves transporting goods across the country efficiently.
Ως μηχανοδηγός, η δουλειά του περιλαμβάνει τη μεταφορά εμπορευμάτων σε όλη τη χώρα αποτελεσματικά.



























