Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dirt road
01
χωματόδρομος, αστρωτός δρόμος
a pathway made of natural materials like soil or gravel, typically found in rural or less developed areas
Παραδείγματα
The village was accessible only by a narrow dirt road that wound through the hills.
Το χωριό ήταν προσβάσιμο μόνο από ένα στενό χωματόδρομο που έτρεχε ανάμεσα στους λόφους.
We drove cautiously along the dirt road, trying to avoid the potholes and bumps.
Οδηγήσαμε προσεκτικά κατά μήκος του χωματόδρομου, προσπαθώντας να αποφύγουμε τις λακκούβες και τα λακκώματα.



























