Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dwell time
01
χρόνος στάσης, διάρκεια στάσης
the period a vehicle, such as a bus or train, remains stationary at a stop to allow passengers to board and alight
Παραδείγματα
Transit agencies aim to reduce dwell time to improve overall service efficiency.
Οι υπηρεσίες διέλευσης στοχεύουν στη μείωση του χρόνου στάσης για τη βελτίωση της συνολικής αποδοτικότητας της υπηρεσίας.
Excessive dwell time at busy stations can cause delays and disrupt schedules.
Ο υπερβολικός χρόνος παραμονής σε πολυσύχναστους σταθμούς μπορεί να προκαλέσει καθυστερήσεις και να διαταράξει τα προγράμματα.



























