Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chalk bag
01
σακούλα με κιμωλία, τσάντα κιμωλίας
a container used by climbers to hold powdered chalk for drying and improving grip on climbing holds
Παραδείγματα
His chalk bag was filled with fresh chalk for the bouldering competition.
Η τσάντα κιμωλίας του ήταν γεμάτη με φρέσκια κιμωλία για τον διαγωνισμό μπούλντερινγκ.
She clipped her chalk bag to her harness before starting the climb.
Συνέδεσε την τσάντα κιμωλίας της στο γιλέκο πριν ξεκινήσει την αναρρίχηση.



























