Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mounted archery
/mˈaʊntᵻd ˈɑːɹtʃɚɹi/
/mˈaʊntɪd ˈɑːtʃəɹi/
Mounted archery
01
τοξοβολία από άλογο, καβαλκική τοξοβολία
the practice of shooting arrows from horseback
Παραδείγματα
Mounted archery requires skillful coordination between the rider and the horse.
Η τοξοβολία από άλογο απαιτεί επιδέξια συντονισμό μεταξύ του αναβάτη και του αλόγου.
Learning mounted archery involves mastering both riding and archery techniques.
Η εκμάθηση της ιπποτοξοβολίας περιλαμβάνει την κατάκτηση τόσο των τεχνικών ιππασίας όσο και του τοξοβολίας.



























