Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bipartisanship
01
διμερής συνεργασία, διμερής συνεργασία
agreement and collaboration between two major political parties that typically oppose each other's policies
Παραδείγματα
The healthcare reform bill was a result of rare bipartisanship, with both parties working together to address the needs of the public.
Το νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση της υγειονομικής περίθαλψης ήταν αποτέλεσμα μιας σπάνιας διμερής συνεργασίας, με τα δύο κόμματα να συνεργάζονται για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του κοινού.
Bipartisanship in Congress led to the passage of the infrastructure bill, demonstrating that common ground can be found.
Η αμφιπλευρικότητα στο Κογκρέσο οδήγησε στην ψήφιση του νομοσχεδίου για τις υποδομές, δείχνοντας ότι μπορεί να βρεθεί κοινή βάση.
Λεξικό Δέντρο
bipartisanship
partisanship
partisan



























