Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Biped
01
δίποδο, πλάσμα με δύο πόδια
an organism or creature that has two feet and is capable of walking or standing upright on those feet
biped
01
δίποδο, με δύο πόδια
having two feet
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δίποδο, πλάσμα με δύο πόδια
δίποδο, με δύο πόδια