Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
biocompatible
01
βιοσυμβατό, που δεν προκαλεί επιβλαβείς αντιδράσεις ή δυσμενείς επιπτώσεις όταν έρχεται σε επαφή με βιολογικά συστήματα
not causing harmful reactions or adverse effects when in contact with biological systems
Λεξικό Δέντρο
biocompatible
bio
compatible



























