Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bioactive
01
βιοδραστικός, βιολογικά ενεργός
having an effect on living organisms, tissues, or cells
Παραδείγματα
The plant contains bioactive compounds that help heal wounds.
Το φυτό περιέχει βιοδραστικές ενώσεις που βοηθούν στην επούλωση των πληγών.
Scientists study bioactive materials for use in medicine.
Οι επιστήμονες μελετούν βιοδραστικά υλικά για χρήση στην ιατρική.
Λεξικό Δέντρο
bioactive
bio
active



























