Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Heliskiing
01
ελικοπτεροσκίαση, σκι με ελικόπτερο
the act of skiing in remote places reached by helicopter, not ski lifts
Παραδείγματα
They went heliskiing in the mountains last winter.
Πήγαν για ελικοπτεροσκι στα βουνά τον περασμένο χειμώνα.
He loves the thrill of heliskiing in untouched snow.
Λατρεύει το συναίσθημα του ελικοπτεροσκι στο παρθένο χιόνι.



























