Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kendo
01
κέντο, ιαπωνική πολεμική τέχνη που επικεντρώνεται στη ξιφασκία με μπαμπού σπαθιά και προστατευτική πανοπλία
a Japanese martial art that focuses on swordsmanship with bamboo swords and protective armor
Παραδείγματα
He has been practicing kendo for over a decade.
Ασκείται στο κέντο για πάνω από μια δεκαετία.
The dojo offers classes in kendo for all skill levels.
Το ντότζο προσφέρει μαθήματα κέντο για όλα τα επίπεδα δεξιοτήτων.



























