LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Kennel
/kˈɛnəl/
/ˈkɛnəɫ/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "kennel"
Kennel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
κυνοτροφείο
a small structure used as a shelter for a dog
dog house
doghouse
to kennel
ΡΉΜΑ
01
κυνοτροφείο
put up in a kennel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App