Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Kennel
01
σκυλόσπιτο, κενέλ
a small structure used as a shelter for a dog
to kennel
01
τοποθετώ σε σκυλόσπιτο, φιλοξενώ σε κennel
put up in a kennel
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκυλόσπιτο, κενέλ
τοποθετώ σε σκυλόσπιτο, φιλοξενώ σε κennel