Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dyspraxia
/dɪspɹˈeɪksiə/
Dyspraxia
01
δυσπραξία, διαταραχή ανάπτυξης συντονισμού
a neurological condition characterized by difficulties in coordination, movement, and planning, often affecting activities of daily living and academic performance
Παραδείγματα
Individuals with dyspraxia may struggle with tasks such as tying shoelaces, buttoning shirts, or using utensils while eating.
Τα άτομα με δυσπραξία μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες σε εργασίες όπως το δέσιμο των κορδονιών, το κούμπωμα των μπλουζών ή τη χρήση μαχαιροπήρουνων κατά το φαγητό.
Dyspraxia can also impact coordination in sports and activities, making it challenging to catch a ball or ride a bike.
Η δυσπραξία μπορεί επίσης να επηρεάσει τον συντονισμό στα αθλήματα και τις δραστηριότητες, καθιστώντας δύσκολο το πιάσιμο μιας μπάλας ή την ποδηλασία.



























