Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shh
01
Σσς, Ησυχία
used to request silence or quietness, typically made by hissing through closed lips
Παραδείγματα
Shh, please keep your voice down. This is a quiet area for studying.
Σσς, παρακαλώ κρατήστε τη φωνή σας χαμηλά. Αυτή είναι μια ήσυχη περιοχή για μελέτη.
Shh, the teacher is talking. Let's listen attentively.
Σσς, ο δάσκαλος μιλάει. Ας ακούσουμε προσεκτικά.



























