Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
whomever
01
όποιον, όποιονδήποτε
used as a placeholder of object of verb or preposition in the sense of any person who
Παραδείγματα
I will support whomever you choose as the leader.
Θα υποστηρίξω όποιον επιλέξετε ως ηγέτη.
He's going to invite whomever he trusts the most.
Πρόκειται να προσκαλέσει όποιον εμπιστεύεται περισσότερο.



























