Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Boyhood
01
παιδική ηλικία, νεότητα
the period of a male's life before he reaches adulthood
Παραδείγματα
During his boyhood, summers were spent exploring the woods behind his house, building forts, and catching fireflies.
Κατά τη παιδική του ηλικία, τα καλοκαίρια περνούσαν εξερευνώντας τα δάση πίσω από το σπίτι του, χτίζοντας οχυρά και πιάνοντας πυγολαμπίδες.
He dreamt of becoming an astronaut ever since his boyhood fascination with the stars.
Ονειρευόταν να γίνει αστροναύτης από την παιδική του ηλικία, γοητευμένος από τα αστέρια.
02
αγορίστικη ηλικία, περίοδος αγοριού
the state in which a male individual is considered a boy
Παραδείγματα
The innocence of boyhood was evident in the carefree laughter and playful antics of the neighborhood children.
Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας ήταν εμφανής στο ανέμελο γέλιο και τις παιχνιδιάρικες αταξίες των παιδιών της γειτονιάς.
Λεξικό Δέντρο
boyhood
boy



























