Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
thewy
01
μυώδης, δυνατός
muscular or possessing well-developed physical strength
Παραδείγματα
The thewy wrestler dominated his opponents with his impressive strength and agility.
Ο μυώδης παλαιστής κυριάρχησε στους αντιπάλους του με την εντυπωσιακή του δύναμη και ευκινησία.
His thewy arms were a testament to years of hard work and dedication in the gym.
Τα μυώδη χέρια του ήταν απόδειξη ετών σκληρής δουλειάς και αφοσίωσης στο γυμναστήριο.



























