Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
duskily
01
σκοτεινά, αμυδρά
in a dim or slightly dark manner
Παραδείγματα
The sky turned duskily orange as the sun set on the horizon.
Ο ουρανός έγινε σκοτεινά πορτοκαλί καθώς ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα.
The landscape was bathed in a duskily tranquil atmosphere.
Το τοπίο ήταν λουσμένο σε μια σκοτεινά ήρεμη ατμόσφαιρα.
Λεξικό Δέντρο
duskily
dusky
dusk



























