Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
toylike
01
σαν παιχνίδι, παιχνιδιάρικο
resembling a toy in appearance, often indicating small size, simplicity, or a playful quality
Παραδείγματα
The toylike car was bright red with exaggerated, cartoonish wheels.
Το παιχνιδιάρικο αυτοκίνητο ήταν έντονα κόκκινο με υπερβολικά, καρτούν τροχούς.
Her toylike phone charm jingled with every movement.
Το παιχνιδιάρικο μπρελόκ τηλεφώνου της κουδούνιζε με κάθε κίνηση.
Λεξικό Δέντρο
toylike
toy



























