Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hung up
01
εμμονικός, παρατηρημένος
overly preoccupied, worried, or obsessed with someone or something
Παραδείγματα
He 's still hung up on his ex.
Είναι ακόμα παρανοημένος με την πρώην του.
She 's hung up about what happened at the party.
Είναι παρανοϊκή με ό,τι συνέβη στο πάρτι.



























