Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to squick
01
αηδιάζω, σιχαίνω
to disgust someone
Transitive: to squick sb
Παραδείγματα
The graphic horror movie scenes squicked some viewers.
Οι γραφικές σκηνές τρόμου της ταινίας αηδίασαν μερικούς θεατές.
The slimy texture of the food is squicking her.
Η γλοιώδης υφή του φαγητού την αηδιάζει.



























