Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
snaillike
01
όμοιος με σαλιγκάρι, αργός σαν σαλιγκάρι
resembling or moving at the slow and deliberate pace characteristic of a snail
Παραδείγματα
The snaillike traffic made her late for work.
Η σαλιγκάρια κίνηση την έκανε να αργήσει στη δουλειά.
His snaillike progress in the project frustrated the team.
Η σαλιγκαροειδής πρόοδός του στο έργο απογοήτευσε την ομάδα.
Λεξικό Δέντρο
snaillike
snail



























