Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Supply chain
01
εφοδιαστική αλυσίδα, αλυσίδα προμηθειών
the sequence of processes, organizations, people, activities, information, and resources involved in producing and delivering a product or service from its origin to the final customer
Παραδείγματα
Disruptions in the global supply chain caused delays in product delivery.
Οι διαταραχές στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού προκάλεσαν καθυστερήσεις στην παράδοση των προϊόντων.
The company optimized its supply chain to reduce costs and improve efficiency.
Η εταιρεία βελτίωσε τη αλυσίδα εφοδιασμού της για τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της αποδοτικότητας.



























