Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
supplicatory
01
ικετευτικός, παρακαλεστικός
the act of applying paving materials to an area
02
ικετευτικός, παρακαλών
humbly begging or pleading, often to a higher power
Παραδείγματα
The family offered supplicatory prayers to their household gods.
Η οικογένεια προσέφερε ικετηρίες προσευχές στους οικιακούς τους θεούς.
He sent a supplicatory letter to his captors begging for more lenient treatment.
Έστειλε μια ικετευτική επιστολή στους απαγωγείς του, ικετεύοντας για πιο επιεική μεταχείριση.
Λεξικό Δέντρο
supplicatory
supplicate
supplic



























