Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in relation to
/ɪn ɔːɹ wɪð ɹɪlˈeɪʃən tuː/
/ɪn ɔː wɪð ɹɪlˈeɪʃən tuː/
in relation to
01
σε σχέση με, σχετικά με
referring to or concerning a particular topic, subject, or context
Παραδείγματα
The company issued a statement in relation to the recent allegations, addressing the concerns raised by the public.
Η εταιρεία εξέδωσε δήλωση σε σχέση με τις πρόσφατες καταγγελίες, απαντώντας στις ανησυχίες που εκφράστηκαν από το κοινό.
With relation to the recent developments in the market, our company is considering strategic adjustments.
Σε σχέση με τις πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά, η εταιρεία μας εξετάζει στρατηγικές προσαρμογές.



























