Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mobility impaired
/moʊbˈɪlɪɾi ɪmpˈɛɹd/
/məʊbˈɪlɪti ɪmpˈeəd/
mobility impaired
01
άτομο με περιορισμένη κινητικότητα, άτομο με κινητική αναπηρία
having difficulty or limitations in moving around due to physical disabilities or conditions
Παραδείγματα
The mobility impaired individual uses a wheelchair to navigate the city streets.
Το άτομο με περιορισμένη κινητικότητα χρησιμοποιεί αναπηρικό καροτσάκι για να κινείται στους δρόμους της πόλης.
She advocates for better accessibility for mobility impaired individuals in public spaces.
Υποστηρίζει καλύτερη προσβασιμότητα για άτομα με κινητικές δυσκολίες σε δημόσιους χώρους.



























