Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mobility
01
κινητικότητα, ικανότητα μετακίνησης
the ability to move easily or be freely moved from one place, job, etc. to another
Παραδείγματα
Mobility in the workforce allows employees to find new job opportunities across industries.
Η κινητικότητα στον εργατικό δυναμικό επιτρέπει στους εργαζόμενους να βρίσκουν νέες ευκαιρίες εργασίας σε διάφορους κλάδους.
Advances in technology have greatly increased the mobility of information.
Οι προόδους στην τεχνολογία έχουν αυξήσει σημαντικά την κινητικότητα της πληροφορίας.
Λεξικό Δέντρο
immobility
mobility
mobile



























