Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
graying
01
ασπρίζων, που γκριζάρει
(of hair) starting to turn gray or white due to aging
Παραδείγματα
The graying professor imparted wisdom gained from years of experience.
Ο ασπρίζων καθηγητής μετέδωσε τη σοφία που απέκτησε από χρόνια εμπειρίας.
She noticed her graying hair in the mirror and decided to embrace it as a sign of wisdom.
Παρατήρησε τα ασπρίζοντα μαλλιά της στον καθρέφτη και αποφάσισε να τα αποδεχτεί ως σημάδι σοφίας.
Λεξικό Δέντρο
graying
gray



























