Graying
volume
British pronunciation/ɡɹˈeɪɪŋ/
American pronunciation/ˈɡɹeɪɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "graying"

01

(of hair) starting to turn gray or white due to aging

graying

adj

gray

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store