Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
targeted
01
στοχευμένος, κατευθυνόμενος
focused or directed toward a specific goal, objective, or audience
Παραδείγματα
The company launched a targeted advertising campaign to reach potential customers in specific demographics.
Η εταιρεία ξεκίνησε μια στοχευμένη διαφημιστική καμπάνια για να φτάσει σε πιθανούς πελάτες σε συγκεκριμένες δημογραφικές ομάδες.
The educational program provides targeted support for students with learning disabilities.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα παρέχει στοχευμένη υποστήριξη για μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες.
Λεξικό Δέντρο
targeted
target



























