Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impeachable
01
καταγγέλλιμος, υποκείμενος σε κατηγορίες
capable of being charged or accused of misconduct or wrongdoing
Παραδείγματα
The president 's actions were deemed impeachable by the opposition party, leading to impeachment proceedings in Congress.
Οι ενέργειες του προέδρου κρίθηκαν κατηγορηματικές από το αντιπολιτευόμενο κόμμα, οδηγώντας σε διαδικασία πρότασης μομφής στο Κογκρέσο.
The judge 's conduct on the bench was considered impeachable due to evidence of bribery.
Η συμπεριφορά του δικαστή στο εδώλιο θεωρήθηκε κατηγορηματική λόγω αποδεικτικών στοιχείων δωροδοκίας.
Λεξικό Δέντρο
impeachability
unimpeachable
impeachable
impeach



























