Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ketogenic
01
κετογονικός, σχετικός με την κέτωση
relating to or characteristic of a metabolic state known as ketosis, where the body produces ketone bodies as an alternative energy source
Παραδείγματα
The ketogenic diet, often referred to as keto, restricts carbohydrate intake while emphasizing fats and proteins.
Η κετογονική δίαιτα, συχνά αποκαλούμενη κέτο, περιορίζει την πρόσληψη υδατανθράκων ενώ τονίζει τα λίπη και τις πρωτεΐνες.
Ketogenic diets have been used historically to treat epilepsy, particularly in children.
Οι κετογονικές δίαιτες έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά για τη θεραπεία της επιληψίας, ιδιαίτερα σε παιδιά.



























