Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anti-slavery
01
αντιδουλεμπορικός, κατά της δουλείας
opposing or advocating against the practice of slavery, which involves the ownership and exploitation of individuals as property
Παραδείγματα
The anti-slavery movement fought for the emancipation of enslaved individuals and the end of the slave trade.
Το κίνημα κατά της δουλείας αγωνίστηκε για την χειραφέτηση των δουλευμένων ατόμων και το τέλος του δουλεμπορίου.
Anti-slavery activists campaigned tirelessly for legislation to outlaw the buying and selling of human beings.
Οι ακτιβιστές κατά της δουλείας εκστράτευσαν ακούραστα για νομοθεσία που θα απαγορεύει την αγορά και πώληση ανθρώπων.



























