Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grout bag
01
σακούλα για γκρούτ, τσάντα για κονίαμα
a tool used in masonry and tile work, typically made of fabric or plastic, that is filled with grout
Παραδείγματα
The worker filled the grout bag with the mixture to seal the tile joints.
Ο εργάτης γέμισε το σακούλι με κονίαμα με το μείγμα για να σφραγίσει τις αρμοές των πλακιδίων.
After mixing the grout, she carefully squeezed the grout bag to fill the gaps between the tiles.
Αφού ανέμειξε το γκρούτ, πίεσε προσεκτικά το σακουλάκι γκρούτ για να γεμίσει τα κενά μεταξύ των πλακιδίων.



























