Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bounteous
01
γενναιόδωρος, άφθονος
generous in giving or providing
Παραδείγματα
She was known for her bounteous donations to local schools and libraries.
Ήταν γνωστή για τις γενναιόδωρες δωρεές της σε τοπικά σχολεία και βιβλιοθήκες.
His bounteous gifts to the orphanage ensured every child had a happy holiday.
Τα πλούσια δώρα του στο ορφανοτροφείο εξασφάλισαν ότι κάθε παιδί είχε χαρούμενες διακοπές.
Λεξικό Δέντρο
bounteously
bounteousness
bounteous
bounty



























