Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bouncy
01
αναπηδών, ελαστικός
having the ability to quickly spring back or rebound when pressed down or impacted
Παραδείγματα
The bouncy ball bounced high into the air when dropped on the ground.
Η ελαστική μπάλα αναπήδησε ψηλά στον αέρα όταν έπεσε στο έδαφος.
The mattress had a bouncy feel, providing comfort and support.
Το στρώμα είχε μια ελαστική αίσθηση, παρέχοντας άνεση και στήριξη.
02
ενεργητικός, ζωηρός
having a lively, energetic, and resilient quality
Παραδείγματα
The bouncy music at the party got everyone on the dance floor.
Η ζωηρή μουσική στο πάρτι έβαλε όλους στο πάτωμα του χορού.
The puppy's bouncy behavior showed its excitement and playfulness.
Η ζωηρή συμπεριφορά του κουταβιού έδειχνε τον ενθουσιασμό και την παιχνιδιάρικη φύση του.
Λεξικό Δέντρο
bounciness
bouncy
bounce



























