Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
out and about
01
έξω και ενεργός, σε περιπλάνηση
out of the house or office, and actively engaged in various activities, especially outdoors
Παραδείγματα
Out and about in the city, he explored new cafés and bookstores.
Εκτός και απασχολημένος στην πόλη, εξερεύνησε νέα καφέ και βιβλιοπωλεία.
She was finally out and about after recovering from the flu.
Ήταν επιτέλους έξω και ενεργή μετά την ανάρρωσή της από τη γρίπη.



























