Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to oust
01
απομακρύνω, εκθρονίζω
to remove someone from a position or place, often forcefully
Transitive: to oust sb
Παραδείγματα
The shareholders voted to oust the CEO due to financial mismanagement.
Οι μέτοχοι ψήφισαν να απολύσουν τον CEO λόγω κακής διαχείρισης των οικονομικών.
The citizens rallied to oust the corrupt government officials from office.
Οι πολίτες συγκεντρώθηκαν για να απομακρύνουν τους διεφθαρμένους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Λεξικό Δέντρο
ouster
ousting
oust



























