Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
commercial break
/kəmˈɜːʃəl bɹˈeɪk/
/kəmˈɜːʃəl bɹˈeɪk/
Commercial break
01
διαφημιστική παύση, διαφημιστικό διάλειμμα
a pause in a television or radio program during which advertisements or commercials are shown
Παραδείγματα
I usually grab a snack during the commercial break.
Συνήθως παίρνω ένα σνακ κατά τη διάρκεια της διαφημιστικής παύσης.
I muted the TV during the commercial break to avoid the loud ads.
Έκανα σίγαση στην τηλεόραση κατά τη διάρκεια της διαφημιστικής παύσης για να αποφύγω τις δυνατές διαφημίσεις.



























