LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cashpoint
/kˈaʃpɔɪnt/
/kˈæʃpɔɪnt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cashpoint"
Cashpoint
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
ταμειακό σημείο
a machine, usually located outside a bank or in a public place, where customers can withdraw cash using a bank card or credit card
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App