Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chrono-
01
χρονο
used to indicate a relation to time or its order
Παραδείγματα
The historian specialized in chronology, meticulously documenting the sequence of historical events.
Ο ιστορικός ειδικεύτηκε στη χρονολογία, καταγράφοντας μεθοδικά την ακολουθία των ιστορικών γεγονότων.
He wore a sophisticated chronograph on his wrist, which also functioned as a stopwatch.
Φορούσε έναν εξελιγμένο χρονογράφο στον καρπό του, ο οποίος λειτουργούσε και ως χρονόμετρο.



























