Canceled
volume
British pronunciation/kˈansəld/
American pronunciation/ˈkænsəɫd/

Ορισμός και Σημασία του "canceled"

01

no longer occurring or happening despite prior arrangements

canceled definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store