Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cataplana
01
καταπλάνα, ένα παραδοσιακό πορτογαλικό μαγειρικό σκεύος που αποτελείται από δύο μεταλλικές κατσαρόλες σε σχήμα κοχύλι που συνδέονται με άρθρωση και σφραγίζονται με ένα στεγανό καπάκι
a traditional Portuguese cooking utensil consisting of two clamshell-shaped metal pots that are hinged together and sealed with a tight-fitting lid



























