Devilled
volume
British pronunciation/dˈɛvə‌ld/
American pronunciation/dˈɛvəld/

Ορισμός και Σημασία του "devilled"

01

(of food) highly seasoned, often with hot spices or mustard

devilled

adj

devil

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store