Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sprained
01
στραμμένος, διάστρεμμα
(of a joint) injured by the overstretching or tearing of the tissue
Παραδείγματα
He had a sprained knee from hiking on uneven terrain.
Είχε ένα στραμπουληγμένο γόνατο από πεζοπορία σε ανώμαλο έδαφος.
She had to take it easy for a week because of her sprained foot.
Έπρεπε να ηρεμήσει για μια εβδομάδα λόγω του στραμπουληγμένου ποδιού της.



























