Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to half-ass
01
κάνω μισές δουλειές, κάνω στα τυφλά
to do something with little effort, care, or commitment, often resulting in poor quality
Παραδείγματα
He half-assed the project and did n’t meet the deadline.
Έκανε το έργο στα τυφλά και δεν τήρησε την προθεσμία.
She half-assed her presentation, and it showed during the meeting.
Έκανε την παρουσίασή της μισές αγγαρείες (half-assed), και αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης.



























