Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dry-roast
01
ξηρό ψήσιμο, ψήσιμο χωρίς λάδι
to cook food, typically nuts, seeds, or spices, in a dry skillet or pan without the addition of any oil or fat
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ξηρό ψήσιμο, ψήσιμο χωρίς λάδι