Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Religious education
01
θρησκευτική εκπαίδευση, θρησκευτική διδασκαλία
the study of religion and its teachings, often part of a school curriculum
Παραδείγματα
Religious education is mandatory in many schools.
Η θρησκευτική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική σε πολλά σχολεία.
She studied religious education to learn about different faiths.
Μελέτησε θρησκευτική εκπαίδευση για να μάθει για διαφορετικές θρησκείες.



























