Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
relieved
01
ανακουφισμένος, ήρεμος
feeling free from worry, stress, or anxiety after a challenging or difficult situation
Παραδείγματα
She felt relieved when she found out her flight was not canceled.
Αισθάνθηκε ανακουφισμένη όταν έμαθε ότι η πτήση της δεν ακυρώθηκε.
He was relieved to hear that his medical test results came back negative.
Αισθάνθηκε ανακουφισμένος όταν άκουσε ότι τα αποτελέσματα των ιατρικών του εξετάσεων ήταν αρνητικά.
02
προεξέχων, εξέχων
extending out above or beyond a surface or boundary
Λεξικό Δέντρο
unrelieved
relieved
relieve



























