Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Care home
01
οίκος ευγηρίας, καταφύγιο φροντίδας
a facility that provides residential care and support for individuals who need assistance with daily activities
Παραδείγματα
After her surgery, she moved into a care home for rehabilitation.
Μετά την εγχείρισή της, μετακόμισε σε ένα οίκο φροντίδας για αποκατάσταση.
The care home staff are trained to assist with medication management.
Το προσωπικό του γηροκομείου είναι εκπαιδευμένο να βοηθά στη διαχείριση φαρμάκων.



























